- βαφτισιμιό
- [вафтисимья] ουσ θ крестница.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
βαφτισιμιός, -ιά, -ιό — βαφτισιμιός, ο θηλ. ιά ο αναδεξιμιός: Τα Χριστούγεννα πάντα αγοράζω δώρα για το βαφτισιμιό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)